συνεπινοῶ

συνεπινοῶ
συνεπινοέω
join in contriving
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
συνεπινοέω
join in contriving
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνεπινοώ — έω, ΜΑ [ἐπινοῶ] εννοώ κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («Πατέρα λέγοντες Υἱὸν τῇ φωνῇ συνεπινοοῡμεν», Γρηγ. Νύσσ.) αρχ. 1. επινοώ, μηχανεύομαι κάτι μαζί με κάποιον άλλο 2. σοφίζομαι κάτι ακόμη 3. παθ. συνεπινοοῡμαι, έομαι α) συμπεριλαμβάνομαι στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”